ὠρακίω

ὠρακίω
ἀρακίω , ἀράκιον
neut nom/voc/acc dual
ἀρακίω , ἀράκιον
neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωρακιώ — (I) και ὠρακιῶ, άω, ΜΑ γίνομαι κίτρινος σαν το κερί, ωχριώ, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὡρακιῶ, με επίθημα ιάω, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. ἰλλιγγιῶ), προϋποθέτει αμάρτυρο τ. *ὥρ αξ «αδιάθετος» (πρβλ. νέ αξ, πλούτ αξ), παράλληλο τ. αμάρτυρης θεματικής …   Dictionary of Greek

  • ὡρακιῶ — ὡρακίζω fut ind act 1st sg (attic epic doric) ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint imperf ind mp 2nd sg ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint pres imperat mp 2nd sg ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρακίζω — ΜΑ ὡρακιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ὡρακιῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”